- χαλκείῃ
- χάλκειοςof copperfem dat sg (epic ionic)χαλκείαsmith's workfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκείη — χάλκειος of copper fem nom/voc sg (epic ionic) χαλκεία smith s work fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκείηι — χαλκείῃ , χάλκειος of copper fem dat sg (epic ionic) χαλκείῃ , χαλκεία smith s work fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASTRAEA — I. ASTRAEA Astraei, Arcadiae Regis (quidam scribunt Titani fratris Saturni) et Aurorae, sive, ut Hesiodus, et alii volunt, Iovis ac Themidis Caelô et Terrâ prognatae filia; ob aequitatem suam Iustitia dicta. Qoae aureô saeculô a caelis in terram… … Hofmann J. Lexicon universale
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek